- διχίτων
- δῐχίτων [χῐ], ωνος, ὁ, ἡ,A with two coats,
ἀρτηρίαι Gal.4.728
:—also [full] δῐχίτωνος, ον, Id.19.366.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρτηρίαι Gal.4.728
:—also [full] δῐχίτωνος, ον, Id.19.366.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχίτων — with two coats masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχίτωνα — διχίτων with two coats masc acc sg διχίτωνος with two coats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχίτωνες — διχίτων with two coats masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχίτωνος — διχίτων with two coats masc gen sg διχίτωνος with two coats masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek